- ἀνέγραψα
- ἀναγράφωengrave and set up publiclyaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναγράφω — αναγράφω, ανέγραψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναγράφω — ανάγραψα και ανέγραψα, γράφ(τ)ηκα, γραμμένος 1. γράφω κάτι σε στήλη, κατάλογο κτλ. για να το βλέπει ο κόσμος: Το πανεπιστήμιο Θεσ/νίκης ανέγραψε τον Α στους ευεργέτες του. 2. εγγράφω: Αναγράφηκε στον προϋπολογισμό πίστωση για ανέγερση σχολικών… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)